Εισήγηση του Βουλευτή Λευκάδας Δρα Ξενοφώντα Βεργίνη
Με ποιο τρόπο θα πρέπει να εξελιχθούν οι αγροτικές κοινότητες - περιοχές, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του 21ου αιώνα ;
Εισαγωγή: Η παρουσίαση του προβλήματος
Ένας αγρότης — χωριανός μου λέει συχνά: «ζούμε και πορευόμαστε γιατί ο καιρός και ο Θεός και οι κυβερνήσεις το θέλουν..! Πολλές φορές δουλεύω περισσότερο και ανταμείβομαι λιγότερο!!».
Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι αυτός ο άνθρωπος λέει μια μεγάλη αλήθεια; Πράγματι, ο γεωργός ενός φυσικού γεωργικού τομέα και όχι ενός βιομηχανοποιημένου αγροτικού τομέα, ο γεωργός που παράγει φυσικά προϊόντα και όχι ο γεωργός που παράγει παραβιάζοντας τη φύση είναι εξαρτημένος από τα καιρικά φαινόμενα και από τις φυσικές δυνατότητες της γης, των ζώων, του ιδίου και της οικογένειάς του. Η οργανωτική υποδομή στις δραστηριότητές του είναι σε επίπεδο οικογενειακό και η τεχνολογία που χρησιμοποιεί στηρίζεται, κυρίως, σε μορφές μακρόχρονης τεχνικής πρακτικής.
Αυτός ο γεωργός και αυτή η μορφή αγροτικής παραγωγής, όσο ικανοποιούσε την αυτοκατανάλωση και το υπόλοιπο πουλιόταν σε μορφή ανταλλαγής προϊόντων που εξυπηρετούσαν τις φυσικές και εισοδηματικές ανάγκες της οικογένειας, δεν αντιμετώπιζε θέμα αδιάθετης παραγωγής, ούτε και θέμα μαζικής αποχώρησης εργατικού δυναμικού από τον αγροτικό χώρο.
Ήρθε, όμως, η τεχνολογική και βιομηχανική επανάσταση, που οδήγησε ορισμένες δραστηριότητες, αρχικά του δευτερογενή τομέα, σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η ανάπτυξη αυτή σε συνδυασμό με τη χαλάρωση των «συνόρων» και τη φιλελευθεροποίηση του διεθνούς εμπορίου οδήγησαν τις αγορές προϊόντων και κεφαλαίου σε ανοιχτό — σκληρό ανταγωνισμό. Αλλά και η αγορά εργασίας, λόγω ανάπτυξης της τεχνογνωσίας και διάχυσης της πληροφόρησης, έδειξε μεγάλο βαθμό κινητικότητας με αποτέλεσμα τη συγκέντρωση μεγάλου αριθμού εργατικού δυναμικού στις βιομηχανικές περιοχές και τα αστικά κέντρα. Το τελευταίο οδήγησε σε έξοδο εκατομμυρίων ανθρώπων από τον αγροτικό τομέα και μάλιστα των πιο παραγωγικών ηλικιών.
Βέβαια, το πρώτο στάδιο εξόδου μπορεί να επέφερε αρχικά μια αναταραχή στον αγροτικό τομέα, αλλά με την εισαγωγή νέας τεχνολογίας υπήρξε παραγωγική υποκατάσταση εργασίας με κεφάλαιο. Η μηχανοποίηση της γεωργίας (Ά φάση μετασχηματισμού) είχε ως αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό της παραγωγής, την αύξηση της προστιθέμενης αξίας και την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος στον αγροτικό τομέα.
Θυμίζουμε, ότι η συνεχής και πολλές φορές μαζική και ακανόνιστη έξοδος εργατικού δυναμικού από την ύπαιθρο χώρα, ενώ οδήγησε σε αποψίλωσή της από τις παραγωγικές ηλικίες, παράλληλα δημιούργησε τα γνωστά προβλήματα αστυφιλίας, χρήσης ναρκωτικών, αλκοολισμού και έξαρσης της εγκληματικότητας στον αστικό τομέα.
Η διαδικασία αυτή μετασχηματισμού της κοινωνίας, οδήγησε στη Β΄ φάση. Δηλαδή, απότομη γήρανση του αγροτικού πληθυσμού και αύξηση της παραγωγής αγροτικών προϊόντων, οφειλόμενη, αυτή τη φορά, σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στις βιομηχανοποιημένες εισροές (λιπάσματα, φυτοφάρμακα κλπ). Ο άκρατος ανταγωνισμός στις αγορές αγροτικών προϊόντων οδήγησε σε περαιτέρω αλόγιστη χρήση ανόργανων εισροών, επικίνδυνων για την υγεία, όχι μόνο των καταναλωτών αλλά και των ιδίων των παραγωγών. Δυστυχώς, στο αποτέλεσμα αυτό συνετέλεσε και η ανορθόδοξη επιδοματική πολιτική της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της Ε.Ε., χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ποιότητα των προϊόντων, αφού επιβράβευε την αύξηση της παραγωγής, ανεξάρτητα από τα μέσα χρήσης για αύξηση της παραγωγικότητας.
Ο χαμηλός βαθμός ελέγχου στη διατροφική αλυσίδα, οδήγησε σε επικίνδυνα φαινόμενα προσωπικής και κοινωνικής υγείας (σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια, καρκίνος, ψυχοπάθειες κλπ).
Η παρατεταμένη χρονική διάρκεια αυτής της πολιτικής είχε ως τελικό αποτέλεσμα να συγκεντρωθούν παραγωγικές δυνάμεις σε ορισμένες περιοχές και σε μεγάλες επιχειρήσεις με ισχυρές οικονομίες κλίμακος και να παράγονται ανεξέλεγκτα πλεονάσματα σε συγκεκριμένες παραγωγές. Πρόσθετα, να μεταφερθούν εισοδήματα από μικρούς και χαμηλούς εισοδηματίες - αγρότες σε μεγάλους καλλιεργητές και κυρίως σε εξωγεωργικούς κεφαλαιούχους και να παράγονται προϊόντα αμφιβόλου ποιότητας και προέλευσης.
Το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε, ιδιαίτερα, εκεί που υπήρξε έλλειψη πολιτικής απόφασης για περιφερειακή και τοπική ολοκληρωμένη ανάπτυξη. Ολόκληρες αγροτικές περιοχές κρατήθηκαν σε απομόνωση και ένα μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού αντιμετώπισε οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση, με αποτέλεσμα να υπάρξει σταδιακή ερήμωση της υπαίθρου.
Παράλληλα, η υπερβολική συσσώρευση παραγωγικών συντελεστών στις ήδη ανεπτυγμένες περιοχές οδήγησε τελικά σε κορεσμό ανάπτυξης με συνέπεια να εμφανίζονται δισεπίλυτα προβλήματα αδιαχώρητου όπως: κυκλοφορίας, συγκέντρωσης απορριμμάτων, βιολογικών καθαρισμών, μόλυνσης υδάτων και εδάφους κλπ, που η λύση τους απαιτεί περαιτέρω δαπανηρές επενδύσεις από εθνικά και κοινοτικά κεφάλαια. Τα φαινόμενα αυτά παρατηρούνται, πλέον, όχι μόνο σε αστικές περιοχές, αλλά και εντονότερα σε τουριστικές περιοχές αγροτικού χώρου.
Οι διαδοχικές αυτές μεταβολές και η έντονη ανισοκατανομή των πόρων είχαν, τελικά, ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση αντί τη σύγκλιση του επιπέδου ανάπτυξης, χωροταξικά, μεταξύ «Περιφέρειας» και «Κέντρου» και ειδικότερα μεταξύ «αστικού» και «αγροτικού» τομέα, όχι μόνο διαπεριφερειακά αλλά και ενδοπεριφερειακά μεταξύ των διαφόρων τομέων της οικονομίας. Η ανισότητα αυτή, σήμερα, διαχέεται σ’ ολόκληρο το κοινοτικό χώρο. Ιδιαίτερα, όμως, αφορά τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες — μέλη της Ε.Ε. μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Η στρεβλή αυτή ανάπτυξη οδήγησε τις αγροτικές κοινότητες σε απομόνωση και αποδυνάμωση του κοινωνικού ιστού των αγροτικών περιοχών.
Ποια η αντίδραση της πολιτικής σε αυτή τη πορεία ;
Ο τομέας γεωργίας, κτηνοτροφίας και αλιείας, αν και έχει μεγάλη σημασία στη ζωή του ανθρώπου και του επιπέδου ευημερίας των λαών και ειδικότερα από πλευράς προσφοράς τροφίμων, ανθρώπινου δυναμικού αλλά και προστασίας περιβάλλοντος, οι κυβερνήσεις δεν έδωσαν την απαιτούμενη προσοχή! Ακόμη και η Ε.Ε. με τη Κοινή Αγροτική Πολιτική για μεγάλο χρονικό διάστημα στήριζε τη παραγωγή πλεονασματικών προϊόντων και μάλιστα προϊόντων παραγωγής βορείων χωρών και όχι μεσογειακών. Λιγότερο ενδιαφερόταν για τη συνολική — ολοκληρωμένη ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών και της υπαίθρου γενικότερα. Ελάχιστες επενδύσεις έγιναν στον αγροτικό τομέα σε έργα υποδομής (μεταφορές, επικοινωνίες, έγγειες βελτιώσεις κλπ) και ακόμη λιγότερες σε έργα κοινωνικής και πολιτισμικής υποδομής (θέματα υγείας και περίθαλψης, εκπαίδευσης, προστασίας, αποζημιώσεων, πολιτιστικών δράσεων κλπ). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το εισόδημα των αγροτών να παραμένει σε χαμηλά επίπεδα και οι συνθήκες διαβίωσης να γίνονται προβληματικές.
Τα μεγάλα Κοινοτικά Αναπτυξιακά Προγράμματα (Μεσογειακά, ΚΠΣ κλπ) αλλά και οι εθνικοί αναπτυξιακοί νόμοι, στις περισσότερες των περιπτώσεων, οδήγησαν σε περαιτέρω συγκέντρωση οικονομικών πόρων σε περιοχές που είχαν ήδη πλεονεκτήματα ανάπτυξης και ιδιαίτερα είχαν το πλεονέκτημα των εξωτερικών οικονομιών (economicexternalities), αφού διέθεταν προσβάσεις σε δίκτυα μεταφορών και επικοινωνίας. Δηλαδή, οι περιοχές αυτές διέθεταν τα πλεονεκτήματα της εγγύτητας προς τις «αγορές» προϊόντων, κεφαλαίου και εργασίας, αλλά και του μεγάλου αριθμού των καταναλωτών.
Τα φαινόμενα αυτά είναι και σήμερα εμφανή, ιδιαίτερα στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές της υπαίθρου, όπου η γήρανση του πληθυσμού έχει αδυνατίσει τις παραγωγικές δυνατότητες και προοπτικές του χώρου. Δεν είναι υπερβολή να υπογραμμίσω ότι σε μη τουριστικούς μήνες πολλές από τις αγροτικές περιοχές, των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών της Ε.Ε., ιδιαίτερα ορεινές και μειονεκτικές, το τοπίο μοιάζει εγκαταλελειμμένο.
Σήμερα, ο αγροτικός τομέας της ΕΕ δέχεται πολλαπλές πιέσεις, ιδιαίτερα από τον εντεινόμενο διεθνή ανταγωνισμό που προκύπτει από την κατάργηση των συνόρων και την απελευθέρωση των όρων εμπορίου. Οι διαπραγματεύσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στο Κατάρ (Γύρος DOHA) συνεχίζονται σε βάρος του σημερινού αγρότη και της παραγωγής της ΕΕ. Και το ερώτημα: πόσο πρέπει να αγνοηθεί ένας τομέας που καλύπτει σε έκταση το 92% της επικράτειας της ΕΕ — 25, όπου ζει το 57,6% του πληθυσμού της, δηλαδή 261,0 εκατ. άτομα. Από τα άτομα αυτά τα 9,8 εκατ. απασχολούνται κατά κύριο επάγγελμα στην αγροτική παραγωγή και παράγουν το 1,6% του ΑΕΠ της ΕΕ.
Πόσο πρέπει να αγνοείται ότι η νεολαία εγκαταλείπει τον αγροτικό τομέα ; Στην δεκαετία 1995 — 2004 έφυγαν από τη γεωργία της Ε.Ε. 1,6 εκατ. νέοι! Κατά την ίδια περίοδο στην Ελλάδα οι νέοι αγρότες που εγκατέλειψαν τη γεωργία ανήλθαν σε 126.000! Δηλαδή, στη δεκαετία 1995 — 2004 ο ενεργός αγροτικός πληθυσμός στην Ελλάδα μειώθηκε από 645 000 σε 519 000 ή 4,8%!
Πολιτική θεραπεία και νέες προοπτικές υπάρχουν ;
Η Ε.Ε. με τη Νέα ΚΑΠ επιθυμεί έναν αγροτικό τομέα προσανατολισμένο στην αγορά χωρίς επιδοτήσεις και οικονομικές ενισχύσεις, είτε στο μέγεθος της παραγωγής, είτε στις καλλιεργούμενες εκτάσεις. Τα αγροτικά προϊόντα πρέπει να διατίθενται στην αγορά σε τιμές που διαμορφώνει η ελεύθερη ζήτηση. Απαιτεί τα προϊόντα να έχουν ταυτότητα που να αποδεικνύουν την προέλευση και την ποιοτική τους σύνθεση. Το ενδιαφέρον της Ε.Ε. προσανατολίζεται, πλέον, πέρα από την παραγωγή και στην υγεία των καταναλωτών και όχι μόνο στο εισόδημά τους. Για το λόγο αυτό βάση θεσμικών κανόνων ελέγχεται ολόκληρη η διατροφική αλυσίδα από την παραγωγή στην κατανάλωση. Ενδιαφερόμενη για την ασφάλεια των τροφίμων, η Ε.Ε., δίνει σαφείς οδηγίες χρήσης, ποσοτικώς και ποιοτικώς, των μέσων παραγωγής, εμπορίας και διάθεσης προϊόντων. Παράλληλα, ενθαρρύνει με παροχές και εισοδηματικές ενισχύσεις την προσφορά προϊόντων προέλευσης και την ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας.
Συγχρόνως, μέσω του Ταμείου Προσανατολισμού και των Προγραμμάτων Ολοκληρωμένης Αγροτικής Ανάπτυξης (LEADER, ΟΠΑΑΧ κλπ) δημιουργεί, στις αγροτικές κοινότητες, έργα ανάπτυξης υλικοτεχνικής και κοινωνικής υποδομής. Ειδικότερα, μάλιστα, σε ορεινές, μειονεκτικές και νησιωτικές αγροτικές περιοχές.
Η πολιτική που ακολουθεί της αποσύνδεσης των οικονομικών ενισχύσεων από την παραγωγή και μεταφορά τους σε εισοδηματικές ενισχύσεις, κατά τη μεταβατική περίοδο 2007-2013, στόχο έχουν να συγκρατήσουν τον πληθυσμό στην ύπαιθρο χώρα και να οδηγήσουν την απασχόληση των κατοίκων σε συμπληρωματικές καλλιέργειες και συμπληρωματικές δραστηριότητες (αγροτουρισμός, εναλλακτικός τουρισμός κλπ). Την ίδια κατεύθυνση παίρνουν και τα μέτρα πολιτικής περιορισμού παραγωγής συγκεκριμένων προϊόντων πλεονασματικών ή βλαπτικών της υγείας του πληθυσμού (π.χ. γαλακτοκομικά, σιτηρά, καπνός κλπ). Η πολιτική αυτή περιλαμβάνει ενδιάμεσο σταθμό το 2009 για αξιολόγηση των αποτελεσμάτων που θα προκύψουν στο μεταξύ από την εφαρμογή της πολιτικής της αποσύνδεσης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, και αυτό υποστηρίζεται από πολλούς, ότι η πολιτική αυτή αρχικό (και ουσιαστικό) στόχο έχει τη μείωση των δαπανών στον αγροτικό τομέα ως ποσοστού του προϋπολογισμού της ΕΕ και την φιλελευθεροποίηση προσφοράς της αγοράς των αγροτικών προϊόντων στην κοινοτική και διεθνή αγορά. Όπως, δεν υπάρχει, επίσης, αμφιβολία ότι οδηγούμαστε σε μια μη προστατευμένη γεωργία με όλες τις συνέπειες που συνεπάγεται μεσοβραχυπροθέσμως για την παραγωγή αγροτικών προϊόντων και το εισόδημα των παραγωγών. Κρίνοντας αυτή την πολιτική φαίνεται ότι είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, διότι υποχρεώνει τους αγρότες — παραγωγούς να παράγουν προϊόντα που απαιτούν η αγορά και οι καταναλωτές και μάλιστα υψηλής ποιότητας. Έμμεσα αυτό, μεσομακροπροθέσμως, οδηγεί σε αύξηση της προστιθέμενης αξίας και σταθεροποίηση του αγροτικού εισοδήματος.
Το αποτέλεσμα, όμως, αυτό προϋποθέτει παραγωγούς με υψηλό βαθμό κατάρτισης, ώστε να είναι σε θέση να κάνουν χρήση νέας τεχνολογίας και του συστήματος ολοκληρωμένης διαχείρισης. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είναι σε θέση να πληρώσουν τις δαπάνες που απαιτούν, μεταβατικά, το κόστος εκπαίδευσης, το κόστος πληροφόρησης και το κόστος ανασύνθεσης της παραγωγής τους.
Όλα, όμως, τα ανωτέρω προϋποθέτουν έναν αγροτικό τομέα σύγχρονο με γεωργικές εκμεταλλεύσεις που διαθέτουν άρτια οργάνωση και αποτελεσματική διαχείριση. Δηλαδή, περιπτώσεις όπως ολλανδικής, γαλλικής, γερμανικής γεωργίας.
Διερωτάται, όμως, κανένας κατά πόσον αυτή η πολιτική μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και αποτελεσματική, αν αφορά έναν μη σύγχρονο οργανωμένο αγροτικό τομέα με μικρές και ανοργάνωτες επιχειρήσεις, με εργατικό δυναμικό (αγρότες) χαμηλού επιπέδου κατάρτισης και δυνατοτήτων πληροφόρησης !
Και ακόμη περισσότερο όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση αναφερόμαστε σε γηρασμένο αγροτικό πληθυσμό. Το τελευταίο έχει σημασία, διότι με την αποσύνδεση των επιδοτήσεων από το επίπεδο της παραγωγής μπορεί να οδηγήσει σε απραξία παραγωγής αντί για αναδιάρθρωση παραγωγής και χρήση των επιδοτήσεων ως συντάξεις γήρατος. Άρα, και σε εγκατάλειψη των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και της παραγωγής.
Ενεργό παράδειγμα αποτελεί ένα μεγάλο μέρος γεωργικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα όπου το 85% του απασχολούμενου αγροτικού πληθυσμού είναι άνω των 55 και 60 ετών. Αυτός είναι και ο λόγος, υποθέτω, που η πλειοψηφία των ελλήνων αγροτών με ευκολία συμφώνησαν με την πολιτική της αποσύνδεσης των επιδοτήσεων από την παραγωγή. Η πολιτική αυτή ενώ κρίνεται ως άκρως επωφελής για περιπτώσεις σύγχρονου τομέα γεωργίας ή για περιπτώσεις όπου οι κυβερνήσεις των κρατών—μελών έχουν πάρει και παίρνουν μέτρα αναδιάρθρωσης και ανασύνθεσης της παραγωγής προς την κατεύθυνση της ζήτησης και με ποιοτική αναβάθμιση προϊόντων φαίνεται, όμως, να κρίνεται ως η πλέον κατάλληλη για τις αντίθετες περιπτώσεις. Δηλαδή, για έναν αγροτικό τομέα μη ανεπτυγμένο και μη προσανατολισμένο προς τις απαιτήσεις της σύγχρονης αγοράς, όπως συμβαίνει για το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής παραγωγής.
Για τη δεύτερη περίπτωση, απαιτείται εδώ και τώρα μια ειδικότερη πολιτική με όραμα και σύνθεση μέτρων οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής στα πλαίσια μιας ευρύτερης οικονομικής πολιτικής και ειδικότερα μιας περιφερειακής και τοπικής ολοκληρωμένης ανάπτυξης. Κατά την προσωπική μου άποψη απαιτούνται: εισοδηματική ενίσχυση, κατά τη μεταβατική περίοδο, για ανασύνθεση της παραγωγής, οργάνωση της εκμετάλλευσης και προώθηση των προϊόντων, χρηματοδότηση έργων υλικοτεχνικής και κοινωνικής υποδομής (όπως δρόμοι, επικοινωνίες, κοινωνική πρόνοια, υγεία, παιδεία, κατάρτιση, φορολογικές απαλλαγές για ενθάρρυνση συνένωσης εκμεταλλεύσεων και αγοράς παραγωγικής γης ή απαλλαγή φόρων στα μέσα της παραγωγής), καθώς και άλλα κίνητρα για ενθάρρυνση των νέων για ενασχόληση σε αγροτικές εργασίες.
Συμπερασματικά, η θέση μου για μια μελλοντική περιφερειακή ανάπτυξη, που θα βοηθήσει στην ανάπτυξη και των αγροτικών περιοχών της Ευρώπης, εστιάζεται υπέρ ενός μοντέλου «χωροταξικής ενότητας», ανεξάρτητα από Περιφέρειες και νομούς, αλλά που έχουν ομοιότητες ή συναφή προβλήματα και εγγενείς αδυναμίες. Το μοντέλο αυτό θα δίνει έμφαση στο Σχεδιασμό και στη Στρατηγική μακρόχρονης ανάπτυξης ενιαίου χώρου, που κέντρο θα έχει τον Άνθρωπο και στόχο την Κοινωνική Ευημερία. Αυτό σημαίνει χρήση της νέας τεχνολογίας για ποσοτική ανάπτυξη-βελτίωση διαθέσιμου εισοδήματος με δικαιότερη κατανομή, με αναβάθμιση ποιότητας ζωής, με σεβασμό στις παραδόσεις και προστασία του περιβάλλοντος σε έναν ενιαίο χώρο.
Η Ν.Δ. με το πρόγραμμά της προσβλέπει σε μια πολιτική που απώτερο στόχο θα έχει την αειφόρο ανάπτυξη, δηλαδή μια ανάπτυξη που ανταποκρίνεται στις παρούσες ανάγκες χωρίς να υποθηκεύει τις δυνατότητες των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους. Δηλαδή, θέλουμε μια ανάπτυξη προσαρμοσμένη στις τοπικές συνθήκες και ιδιαιτερότητες των αγροτικών κοινωνιών που να μη θέτει σε κίνδυνο τις αναπτυξιακές δυνατότητες των μελλοντικών γενιών. Προσβλέπει σε μια βιώσιμη γεωργία που βασικό στόχο θα έχει τη παραγωγή ποιοτικών προϊόντων, το σεβασμό και την προστασία του περιβάλλοντος, τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και την εξασφάλιση ισορροπίας των οικοσυστημάτων.
Προσβλέπουμε στην παρουσία ενός αγρότη ειδικά καταρτισμένου και πληροφορημένου, οργανωμένου σε διεπαγγελματικές οργανώσεις που θα έχει μια ολοκληρωμένη θεώρηση της διατροφικής αλυσίδας (παραγωγή, συσκευασία, μεταποίηση, διακίνηση, κατανάλωση) και της οικονομικής διαχείρισης.
Προσβλέπουμε σε μια ολοκληρωμένη περιφερειακή ανάπτυξη, όπου οι αγροτικές κοινότητες δεν θα αποτελούν κλειστές κοινωνίες και δεν θα στηρίζονται αποκλειστικά στην αγροτική παραγωγή, αλλά που θα προσφέρουν καλύτερη ποιότητα ζωής, καλύτερες υπηρεσίες και δυνατότητες πολυδραστηριότητας σε άλλους τομείς της οικονομίας. Η πολιτική αυτή θα οδηγήσει σε αύξηση της απασχόλησης, σε αύξηση και σταθεροποίηση του διαθέσιμου εισοδήματος και παράλληλα σε αναβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης.
Προσβλέπουμε σε μια αγροτική οικονομία, όπου θα προσφέρει ευκαιρίες απασχόλησης και θα εξασφαλίζει μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και κοινωνική ευημερία στους κατοίκους της.
Κάντε κλικ εδώ για να δείτε την ανακοίνωση υποψηφιότητας του Ξ. Βεργίνη για το Δήμο Λευκάδας και να εγγραφείτε στο κανάλι του στο YouTube.
Ηρώων Πολυτεχνείου 9
1ος όροφος
Τηλ. 26450-24506
Φαξ 26450-29494
31100 - ΛΕΥΚΑΔΑ
Email: xverginis@gmail.com